Τα μέλη της Επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών - Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών, ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης, καθώς και οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των Οργανισμών: Ελληνικός Οργανισμός Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ), Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) και Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων (ΟΠΕΓΕΠ).
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ
Παραγωγή και εξαγωγές
Η Ελλάδα παράγει περί τους 400.000 τόνους ελαιολάδου ετησίως με έντονη κυκλικότητα παραγωγής. Εξ αυτών εξάγονται περίπου 100.000 τόνοι ετησίως, κυρίως σε μορφή χύμα και μόνο 6.000 τόνοι σε μορφή τυποποιημένου επωνύμου προϊόντος. Οι εξαγωγές αφορούν προϊόν ανώνυμο, με αποτέλεσμα να μη γίνεται γνωστό στη διεθνή αγορά ως ελληνικό, αφού τυποποιείται και διακινείται με ξένο εμπορικό σήμα. Οι εισαγωγές ελάχιστες (περίπου 8.000 τόνοι). Το υπόλοιπο καταναλώνεται εγχώρια. Η χώρα μας έχει τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση (18 κιλά) έναντι 13 κιλά της Ιταλίας και 0,72 κιλά των ΗΠΑ.
Εισόδημα, τιμές και αξία παραγωγής
Η ακαθάριστη αξία παραγωγής είναι περίπου 1.1 δισεκ. Ευρώ, οι επιδοτήσεις από την ΚΑΠ ανέρχονται σε 500 εκατ. Ευρώ και το αγροτικό εισόδημα για 400.000 οικογένειες που συμμετέχουν στην παραγωγή 1.6 δισεκ. Ευρώ. Η μέση εμπορική τιμή παραγωγού είναι περίπου 3.000 Ευρώ ο τόνος ενώ η τιμή καταναλωτή περίπου 5 Ευρώ το λίτρο. Η αξία των εξαγωγών ανέρχεται σε περίπου 300 εκατ. Ευρώ και θα μπορούσε να φθάσει το 600 εκατ. Ευρώ, αν οι εξαγωγές ήταν σε μορφή τυποποιημένου, επωνύμου προϊόντος.
Παγκόσμια παραγωγή
Το 2004-2005 η παραγωγή ελαιολάδου στον κόσμο πλησίασε τους 3.000.000 τόνους με κύριες παραγωγικές χώρες την Ισπανία (1.000.000), την Ιταλία (900.000). την Ελλάδα (400.000), την Πορτογαλία, την Τυνησία, το Μαρόκο, κ.α. Η ΕΕ αποτελεί το μεγαλύτερο παραγωγό και το μεγαλύτερο καταναλωτή ελαιολάδου στον κόσμο, όμως η παραγωγή αυξάνεται ταχύτατα σε χώρες όπως η Αυστραλία, ΗΠΑ, Νότια Αφρική, Αργεντινή και Κίνα.
Μεταποίηση
Ο αριθμός μεταποιητικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ελαιολάδου είναι μεγάλος, ενώ το μέγεθος και η δομή τους παρουσιάζει ανομοιογένεια. Εκτός των επιχειρήσεων, στον κλάδο δραστηριοποιείται και σημαντικός αριθμός ενώσεων αγροτικών συνεταιρισμών, που συγκεντρώνουν τα προϊόντα των μελών τους για εμπορία, επεξεργασία ή τυποποίηση. Αν και η παραγωγή και διάθεση ελαιολάδου σε χύμα μορφή είναι κατακερματισμένη, η εγχώρια αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου είναι συγκεντρωμένη και ελέγχεται από λίγες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις.
Κατανάλωση, υγιεινή διατροφή
Η εγχώρια αγορά καλύπτεται από 35% σε προϊόν χύμα με πτωτική τάση, 25 % σε προϊόν τυποποιημένο με ανοδική τάση και 40 % αυτοκατανάλωση. Η δαπάνη του καταναλωτή για ελαιόλαδο φθάνει το 7% της δαπάνης για τρόφιμα ή το 1 % της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης. Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από Νοέμβριο 2003 απαγορεύει τη διακίνηση ελαιολάδου σε ανώνυμες συσκευασίες μεγαλύτερες των 5 λίτρων. Η υψηλή διατροφική αξίας του ελαιολάδου και οι ευεργετικές ιδιότητες στην υγεία οδηγούν σε έντονη ανοδική τάση της κατανάλωση παγκοσμίως.
Περιβάλλον και τουρισμός
Η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί σημαντική δραστηριότητα τόσο για την οικονομία της περιφέρειας όσο και για την οικολογική ισορροπία και τη βιώσιμη ανάπτυξη των περιοχών παραγωγής. Η συμβολή της ελιάς στη διατήρηση του τοπίου, την τουριστική ανάπτυξη και τον αγρο-τουρισμό θεωρείται σημαντική.